- ἐνυπῆρχε
- ἐν-ὑπάρχωbeginperf imperat act 2nd sgἐν-ὑπάρχωbeginperf ind act 3rd sgἐν-ὑπάρχωbeginimperf ind act 3rd sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βιολογία — Επιστήμη που ερευνά τους γενικούς νόμους που διέπουν τη ζωή. Ο όρος χρησιμοποιείται άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που ερευνά τις σχέσεις μεταξύ των ζωντανών οργανισμών και του περιβάλλοντός τους και άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που… … Dictionary of Greek
πανήγυρη — η / πανήγυρις, δωρ. τ. πανάγυρις, ΝΜΑ 1. συνάθροιση πλήθους ανθρώπων προκειμένου να τελέσουν μεγάλη θρησκευτική τελετή, πανηγύρι 2. προσωρινή, και ολιγοήμερη συνήθως σύσταση μεγάλης εμπορικής αγοράς σε έναν τόπο, συνήθως με την ευκαιρία τού… … Dictionary of Greek
Επτάνησα ή Επτάνησος — Ιστορική και γεωγραφική νησιωτική περιοχή (2.307 τ. χλμ., 212.984 κάτ.) που εκτείνεται κατά μήκος των δυτικών παραλίων της Ελλάδας μέχρι τη νότια Πελοπόννησο. Περιλαμβάνει από τα Β προς τα Ν τα νησιά Κέρκυρα, Παξοί, Λευκάδα, Ιθάκη, Κεφαλονιά,… … Dictionary of Greek